γιακάς

γιακάς
ο
1. περιλαίμιο εξωτερικών ανδρικών ή γυναικείων ενδυμάτων, όπως τού φορέματος, τού πουκάμισου, κλπ.
2. το χτύπημα τού αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, κατραπακιά
3. φρ. α) «τρώει γιακάδες» — τόν καρπαζώνουν, τόν εξευτελίζουν
β) «τού τίναξα τον γιακά» — τόν εξευτέλισα
γ) «τινάζω τον γιακά μου» — κόβω κάθε σχέση με κάποιον
4. ποιότητα καπνού από ορεινές περιοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yaka].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γιακάς — ο (λ. τουρκ.), το τμήμα του ρούχου που περιβάλλει το λαιμό: Λερώθηκε ο γιακάς του πουκαμίσου μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολάρο — το 1. ο σκληρός γιακάς τών υποκαμίσων 2. πρόσθετος γιακάς σε πουκάμισο 3. μτφ. αφρός μπίρας στο ποτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. collaro. Στην παλαιότερη αλλά και σε μεγάλο μέρος τής σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. κολλ …   Dictionary of Greek

  • εξηλώνω — και ξηλώνω (AM ἐξηλῶ, όω) μσν. νεοελλ. (για ρούχα) κόβω τις ραφές και χωρίζω τα κομμάτια («ξηλώθηκε ό γιακάς») νεοελλ. μτφ. 1. απομακρύνω κάποιον από τη θέση που κατέχει και τόν μειώνω ηθικά 2. φθείρω, χαλώ 3. μέσ. ξηλώνομαι μού αποσπούν χρήματα… …   Dictionary of Greek

  • ντεκολτέ — το άκλ. 1. ως επίθ. έξωμος, γυμνόλαιμος 2. ως ουσ. άνοιγμα στο πάνω, συνήθως, μέρος τού γυναικείου φορέματος μπροστά στο στήθος ή πίσω στην πλάτη («φόρεμα με αποκαλυπτικό ντεκολτέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decollete «έξωμος» < γαλλ. decolleter… …   Dictionary of Greek

  • περιστόμιος — ο(ν), ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν) α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» στηθαίο πηγαδιού) β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • χαρτογιακάς — ο, Ν ειρων. 1. υπάλληλος δημόσιας υπηρεσίας 2. διανοούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + γιακάς] …   Dictionary of Greek

  • κολάρο — το (λ. ιταλ.), γιακάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολλαριστός — ή, ό κολλαρισμένος: Κολλαριστός γιακάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιλαίμιο — το καθετί που φοριέται γύρω από το λαιμό, γιακάς, γραβάτα, κασκόλ, σάλι, κολάρο: Οριζόντιο περιλαίμιο, το παπιγιόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”